- κάψωμα
- το [καψώνω]1. το αίσθημα υπερβολικής ζέστης2. η μετάδοση θερμότητας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάψωμα — το ατος, το αίσθημα της υπερβολικής ζεστής: Δεν αισθάνεσαι καθόλου κάψωμα που φοράς χοντρά ρούχα τώρα το καλοκαίρι; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)